- ὕδρον
- ὕδροςwater-snakemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θέρμυδρον — θέρμυδρον, τὸ (Α) 1. τόπος με θερμές πηγές 2. πληθ. τὰ θέρμυδρα ονομασία λιμανιού στη Ρόδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμο(ο) * + υδρον ουδ. τού υδρος < ύδωρ, ατος (πρβλ. άν υδρος, έν υδρος, έφ υδρος)] … Dictionary of Greek